- βοιμηρία
- (boehmeria). Γένος πολυετών ποωδών φυτών, θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των ουρτικιδών. Έχουν φύλλα αντίθετα ή επαλλάσσοντα, πολύμορφα. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες στις μασχάλες των φύλλων. Ο καρπός είναι πλατύ αχαίνιο. Στο γένος β. ανήκουν φυτά χρήσιμα για τις κλωστικές τους ίνες καθώς και για τις φαρμακευτικές ή καλλωπιστικές τους ιδιότητες. Από τα περίπου 45 είδη, η β. η χιονώδης, με φύλλα ωοειδή-καρδιοειδή και πριονωτά, είναι το περισσότερο κλωστικό είδος και καλλιεργείται για την παραγωγή κλωστικών ινών εξαιρετικής ποιότητας. Ίνες κατώτερης ποιότητας δίνουν τα είδη β. η μακρόφυλλη και η β. η πλατύφυλλη,που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Είναι φυτά των τροπικών δασών της Ασίας. Οι ίνες, που αποχωρίζονται με αποφλοίωση, σχηματίζουν ταινίες περισσότερο ή λιγότερο πλατιές. Οι ταινίες αποτελούνται από παράλληλες ίνες ενωμένες μεταξύ τους με ανθεκτική κομμεορρητίνη. Ο αποχωρισμός γίνεται με χημικά μέσα και τότε οι ίνες μπορούν να λευκανθούν και να κλωστούν. Η ποιότητά τους εξαρτάται κυρίως από το μήκος των βλαστών. Η κατεργασμένη ίνα της β. και ιδιαίτερα η ανώτερης ποιότητας θεωρείται εφάμιλλη με τις κλωστικές ίνες του λιναριού, της κάνναβης και του βαμβακιού, από τις οποίες υπερέχει σε λεπτότητα και αντοχή. Με αυτές κατασκευάζονται υφάσματα εξαιρετικής ποιότητας, όπως βελούδα, στόφες επίπλων κλπ., όμοια σε στιλπνότητα και απαλότητα με τα μεταξωτά. Το σημαντικότερο από τα διακοσμητικά είδη είναι η β. η αργυρόχρους του Μεξικού, ύψους 3-10 μ., με αργυρόχρωμα μεγάλα φύλλα και άνθη που σχηματίζουν στενούς και μακρείς ίουλους. Τα φύλλα του είδους αυτού καθώς και τα φύλλα της β. τηςουραίας χρησιμοποιούνται στη λαϊκή θεραπευτική ως αφέψημα και ως αντιιδρωτικά, ακόμα και για τη θεραπεία των αιμορροΐδων.
Dictionary of Greek. 2013.